χθόνες

χθόνες
χθών
earth
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Χθόνες — Χθών earth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • автохто́ны — ов, мн. (ед. автохтон, а, м.). Коренное, первоначальное население страны; аборигены. [греч. α’υτοχθονες] …   Малый академический словарь

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”